- φιλήδονος
- -η, -ο / φιλήδονος, -ον, ΝΜΑαυτός που αγαπά τις ηδονές, ιδίως τις σαρκικές, έκδοτος στις ηδονές, ηδυπαθής («καὶ τὸν βίον ὡς τὰ πολλὰ ἀσώτους καὶ φιληδόνους ἀποβαίνοντας», Πλούτ.)αρχ.1. αυτός που προκαλεί ηδονή, ευφραντικός2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλήδονονη φιληδονία.επίρρ...φιληδόνως Αμε φιληδονία.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -ήδονος (< ἡδονή), πρβλ. εὐ-ήδονος].
Dictionary of Greek. 2013.